-
1 προσαρτάω
A fasten or attach to,μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Arist. HA 616a11
; [κυνὶ] κώδωνα Babr.104.2
: metaph., append,πολλὰ τῇ στρατηγίᾳ Plb.9.20.5
; attach,ἑνὶ π. ἑαυτούς Arr.Epict.1.1.14
:—[voice] Pass., to be fastened or attached to,τῷ ὀστέῳ Hp.Fract.11
;πρὸς τῇσι πλευρῇσι Id.Art.13
;τῇ μήτρᾳ Porph.Gaur.15.1
; κατά τι by.., Arist. HA 550a20;δεσμοῖς πρός τι Plb.3.46.8
;δεσμά τινα ταῦτα προσηρτήμεθα Arr.Epict.1.9.11
: abs.,π. ὁ καρπός Thphr.CP5.4.2
: Gramm., of the article, A.D.Synt.58.16.2 metaph. in [voice] Pass., belong to,ὅσοις νοῦ καὶ ς μικρὸν προσήρτηται Pl.Phlb. 58a
;προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν X.Oec.6.15
; ; ἡδονῇ προσηρτημένοι devoted to.., Luc.Nec.5; Τιμολέοντα ὥσπερ ἐκ κρασπέδου.. τῇ Σικελίᾳ π. hanging on, Plu.Tim.11;μειρακίοις Id.Pomp.46
, cf. M.Ant.12.3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαρτάω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский